κετένες

κετένες
οι
χημ. ομόλογη σειρά ακόρεστων οργανικών ενώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ketene < ket- τού ketone «κετόνη» βλ. λ. + κατάλ. -ene, που στη χημική ορολογία δηλώνει τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Στάουντινγκερ, Χέρμαν — (Staudinger). Γερμανός χημικός (Βορμς 1881 1965), που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ (1953). Διατέλεσε καθηγητής στη Ζυρίχη και διευθυντής του Ινστιτούτου Χημείας του πανεπιστήμιου του Φράιμπουργκ και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με προβλήματα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”